- Ἐρετρικός
- ἘρετρικόςEretriamasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερετρικός — ή, ό (Α ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] βλ. ερετριακός … Dictionary of Greek
Ἐρετρικῶν — Ἐρετρικός Eretria fem gen pl Ἐρετρικός Eretria masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικόν — Ἐρετρικός Eretria masc acc sg Ἐρετρικός Eretria neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικαί — Ἐρετρικός Eretria fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικοί — Ἐρετρικός Eretria masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικοῦ — Ἐρετρικός Eretria masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικούς — Ἐρετρικός Eretria masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικῆς — Ἐρετρικός Eretria fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρικῇ — Ἐρετρικός Eretria fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρετρική — Ἐρετρικός Eretria fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)